- κακοηθευόμενα
- κακοηθεύομαιact maliciouslypres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοηθευομένας — κακοηθευομένᾱς , κακοηθεύομαι act maliciously pres part mp fem acc pl κακοηθευομένᾱς , κακοηθεύομαι act maliciously pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)